ἄμαξα

ἄμαξα
ἄμαξα [pron. full] [ᾰ], [dialect] Att. [full] ἅμαξα, , (v. ἄξων) prop.
A frame-work, 'châssis' of a four-wheeled wagon ([etym.] ἀπήνη), opp. πείρινς (body), Il.24.263sqq., cf. Od.6.37, al.:—also, of the whole wagon, ib.260, cf. Hes.Op.453, Hdt.1.31, Th.1.93, etc.; of the wagons of the Scythians, Hdt.4.114, 121; βοῦς ὑφ' ἁμάξης draught-oxen, X.An.6.4.22,25.
2 c. gen., wagon-load, πετρῶν, σίτου, X.An.4.7.10, Cyr.2.4.18;

ἐλλεβόρου Pl. Euthd.299b

;

τρισσῶν ἁμαξῶν βάρος E.Cyc.385

, cf. 473.
3 prov., ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν (sc. ἕλκει) 'the cart before the horse', Luc.DMort. 6.2; ἐξἁμάξης ὑβρίζειν, of abusive ribaldry, such as was allowed to the women as they were taken in wagons to the Eleusinian mysteries, Sch.D.18.122, cf. Ar.Pl.1014, Men.396; βοᾶς . . ὥσπερ ἐξ ἁμάξης D.l.c.
II carriage of a plough, Hes.Op.426,453.
III = Ἄρκτος, the Great Bear, Il.18.487, Od.5.273, Call.Iamb.1.119, etc.
IV metaph., of a ship, A.Fr.451B.
V = ἁμαξιτός, AP 7.479 (Theodorid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁμάξα — ἁμάξᾱ , ἄμαξα frame work fem nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμαξα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαξα — frame work fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμαξα — ἄμαξα frame work fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμάξας — Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem acc pl Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάξας — ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάξας — ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl (attic) ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαξάων — Ἀμαξά̱ων , Ἄμαξα fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”